Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Φυσιογνωμίες Τόπων της Ελένης Λαδιά-κριτική παρουσίαση από το Έλλοπος blog

Δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστή, ὅσο ἂς ποῦμε ἡ Δημουλᾶ, ὅμως καὶ ἡ ἁπλὴ μνημόνευση ἀμφοτέρων ἀδικεῖ τὴν Ἑλένη Λαδιᾶ, γιατὶ ἀνύπαρκτη ἡ σχέση της μὲ τὴν ἀπαιδευσία καὶ τὴν ἀπουσία ταλάντου καὶ ἐμπνεύσεως.
Διαβάζω μὲ προσοχὴ τὰ κείμενά της γιὰ τὴν ποιητικότητα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν μεγάλη της ἀρχαιογνωσία (πάντα θὰ μάθω κάτι νέο στὶς σελίδες της), τὴν προσοχὴ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἔκφρασης, τὴν συγκρότηση, τὴν ἐπιδίωξη πληρότητας καὶ τὸν σεβασμὸ στὸν ἀναγνώστη της, γιὰ τὸν ὁποῖο συγκεντρώνει τὰ περισσότερα καὶ καλύτερα, κυρίως ἀπὸ ἐντός της — καὶ δὲν εἶναι λίγα ὅσα ἔχει. Σὲ ἡμέρες τρελές, μὲ μάτια στὸ σχῆμα τοῦ Εὐρώ, ὑπάρξεις ὅπως τῆς Ἑλένης παρηγοροῦν μεταφέροντας στὴν πραγματικότητα, ἂν θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε, ἐννοεῖται.
Στὶς Φυσιογνωμίες Τόπων ἡ συγγραφέας ἐξομολογεῖται σχέσεις της μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν Ἀλβανία, τὴν ἑλληνόφωνη Ἰταλία, τὸν αἰγυπτιακὸ Νεῖλο καὶ τοὺς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου, τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸ Ἀϊβαλί, τὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸν δρόμο πρὸς τὸν Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη…
Ἀμέσως στὴν πρώτη σελίδα, ἀρχίζοντας ἀπὸ Οὐρανουπόλεως, “ποὺ τὴν φανταζόμουνα πάντα σὰν τὴν τελευταία πόλη τῆς γῆς καὶ τὴν πρώτη τοῦ οὐρανοῦ”, ἀντὶ ἀδίκου παραπόνου γιὰ τὸ ἄβατον μετατρέπει τὴν ἀνάγκη σὲ εὐκαιρία καὶ “μεταμορφώθηκα σ’ ἕναν τεράστιο ὀφθαλμό”, περιδιαβάζοντας μὲ τὸ πλοιάριο ὅπου “κοσμημένη ἡ ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ Ὄρους μὲ πράσινους θάμνους καὶ κίτρινους ἀσπάλαθους… ἕνα τεράστιο ἀβγό, ἀβγὸ τῶν Ὀρφικῶν ποὺ περιέκλειε τὸ σύμπαν…”
Παραξενεύει ἡ Ἑλένη μὲ τὰ ταξίδια αὐτά, γιατὶ ἡ ἴδια εἶναι “ὕπαρξη τῆς ἑστίας”, ὄχι τοῦ ἔξω. Ἡ Ἑλένη εἶναι σὰν νὰ ταξιδεύει ἀκίνητη, σχεδὸν μεταφέροντας τὴν ἑστία της ὅπως οἱ χελῶνες ἢ ὅπως διαβάζοντας παλιὲς φωτογραφίες στὸ σπίτι της, ψηλαφῶντας τὸ θέμα της μὲ τὸ χέρι της μόνο πιὸ ἁπλωμένο, τὴν ὅρασή της πιὸ ἔντονη. Γι’ αὐτὸ εἶναι θαυμάσιος καὶ δυσεύρευτος ξεναγός.
Πολὺ πέρα ἀπὸ τὸ τουριστικὸ τίποτα καὶ τὶς ‘ζωντανὲς’ ἐγκυκλοπαίδειες, ποὺ συνήθως τὸ ξεναγοῦν μπολιάζοντάς το μὲ πυκνὴ ἀνία, ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ βρίσκεται στοὺς Τόπους της σχεδὸν μονολογῶντας, συζητῶντας μὲ τὸν ἑαυτό της, ἐπιτρέποντας μόνο σὲ ὅποιον μπορεῖ νὰ πλησιάσει μὲ σιωπή.
Ὅπως ἐξηγεῖ ἡ ἴδια γιὰ τὴν ΚΠολη, “δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω, κρατῶ μονάχα νωπὰ τὰ διαβάσματα κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἐπισκέπτομαι, καὶ οἱ βυζαντινὲς σελίδες ζωντανεύουν στὸν νοῦ μου…” Ἔτσι ζωντανὴ καθρεφτίζεται ἡ Καππαδοκία της, “διαρκὴς στιγμὴ δημιουργίας, ἀφοῦ βρίσκεται συνεχῶς στὸ μεταίχμιο τῆς ὕλης καὶ τῆς μορφῆς”, ἐνῶ στὴν Τροία γεννιέται μιὰ ταπείνωση ἄγνωστη στοὺς Ἕλληνες τῆς μαγκιᾶς καὶ τοῦ σκυλάδικου: “ν’ ἀγγίξω τὸν χῶρο, νὰ δῶ τὴν φυσιογνωμία του, νὰ ξαναθυμηθῶ τὰ γόνιμα ξενύχτια μὲ τὸν Ὅμηρο, τὸν ὀδυρμό μου γιὰ τὸν Ἕκτορα καὶ τὸν Αἴαντα τὸν Τελαμώνιο…”

αναδημοσίευση από το Έλλοπος blog 

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Το τυχαίο


Περπατούσα ανέμελη στους δρόμους της πρωτεύουσας, όταν ξαφνικά είδα σ' ένα πεζοδρόμιο - εξώστη τη σκηνή ενός συμποσίου. Στην αρχή μού θύμισε ζωγραφικό πίνακα, λουσμένο στο φως του απογευματινού ήλιου.

Οι συμποσιαστές μού ήσαν γνώριμοι. Πρώτα πρόσεξα τη μητέρα μου και μετά τους συγγενείς της: ήταν η αδελφή της, ο νεκρός άνδρας της αδελφής της, ο εξάδελφός της και ο αγαπημένος της ανιψιός. Μου φάνηκε περίεργο το θέαμα, αφού ακριβώς πριν από μία ώρα η μητέρα μου ήταν στο σπίτι, όταν εγώ ετοιμαζόμουν να βγω για περίπατο. Είχε μάλιστα και τη συνηθισμένη της συμπεριφορά. Με φίλησε και με συμβούλευσε να προσέχω. Δε μου ανέφερε πως θα έβγαινε και η ίδια και πως θα έτρωγε με τους συγγενείς της.

Πλησίασα προς το τραπέζι τους κι άρχισα να τους χαιρετώ ευγενικά. Όταν έφτασα προς το μέρος του Θανάση, του ανδρός της αδελφής της και του μίλησα θερμά, μια και είχα να τον δω πολλά χρόνια, με κοίταξαν όλοι απορημένοι σα να ήμουν τρελή.

«Ποιον χαιρετάς μπροστά στην άδεια θέση;», φώναξε έντρομη η μητέρα μου.

«Ποια άδεια; Τον Θανάση βλέπω, τον καλό μου θείο», απάντησα και συνέχισα απτόητη, «τι κάνεις Θανασάκη; μα εσύ ξανάνιωσες. Και σου πάει πολύ το θαλασσί πουκάμισο που φοράς!»

Ήταν ανείπωτη η χαρά που τον ξανάβλεπα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε μια φυσική ευγένεια και μεγάλο σεβασμό για την τέχνη, σεβασμό που έκανε το περιβάλλον της μητέρας μου να κρυφογελά και να σχολιάζει τη συμπεριφορά του. Θυμήθηκα πως κάποτε έφτασε λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος σπίτι του κι η πρώτη φράση στην ανήσυχη γυναίκα του ήταν: «Άνοιξε το ραδιόφωνο. Τραγουδά η Κάλλας!» Η θεια μου τον μούντζωσε αγανακτισμένη, «είπα κι εγώ πως αρρώστησες», σχολίασε με κακία, ενώ εκείνος ευτυχής και πάνω από τις μικρότητες του περιβάλλοντος απολάμβανε τη φωνή τού αιώνα, όπως συνήθιζε να λέει.

Του είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία γι' αυτές τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, κι έτσι τον τίμησα και τον έχρισα πρώτο αναγνώστη των εφηβικών μου διηγημάτων. Κανείς δε με άκουγε τότε που είχα μεγάλη ανάγκη για έναν αναγνώστη. Όταν στα δεκατρία μου χρόνια εμπνεύστηκα ένα διήγημα από τη θλιβερή ιστορία ενός μακρινού συγγενούς, που ήταν νόθος και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει τον πατέρα του, στον θείο μου τον Θανάση εμπιστεύτηκα το θέμα. Κι όταν διάβαζα συγκινημένη την ιστορία που έπλασα, τονίζοντας κάπως υπερβολικά και συχνά τη λέξη «μπάσταρδε», ο Θανάσης με άκουγε προσεχτικά και μάλωνε τη γυναίκα του που με περιγελούσε, «άσε το παιδί, μην το πληγώνεις. Αυτό κάποτε θα γίνει συγγραφεύς».

Τα λόγια του ήταν προφητικά, κι όταν πλέον ως συγγραφεύς είχα τιμητικές διακρίσεις, τον Θανάση καλούσα πρώτον και καλύτερο, στην πιο περίοπτη θέση.

Κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτός ο γίγαντας του ύψους και του πάχους είχε μια τόσο τρυφερή και καλλιτεχνική ψυχή. Είχε μόρφωση σχολαρχείου, κι αγαπούσε τα βιβλία, μολονότι η εργασία του ήταν εμπορικής φύσεως. Προπαντός του άρεσε η όπερα. Θυμήθηκα, όταν τον ξανάδα μετά από χρόνια, ένα περιστατικό που συνέβη στη Γερμανία. Στην Όπερα της Φραγκφούρτης παίζονταν τον καιρό τής εκεί διαμονής μου, στο σπίτι της θείας μου και του Θανάση, οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης. Λάτρις και μεγάλη θαυμάστρια του Βάγκνερ θέλησα να πάμε στην Όπερα. «Α, εγώ δεν έρχομαι να ακούω τους Γερμανούς να γκαρίζουν», είπε με τραχύτητα η θεία μου, αλλά ο Θανάσης συγκινήθηκε και προθυμοποιήθηκε αμέσως να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. «Ευτυχώς που ήρθες», μου είπε. «Πάντα λαχταρούσα να πάω στην Όπερα της Φραγκφούρτης, αλλά δεν είχα συντροφιά». Κι έστειλε τη θυγατέρα του να βγάλει εισιτήρια.

Τώρα θες η κακή του τύχη, θες η ωραία μαγειρική της γυναίκας του, το στιφάδο εκείνη της ημέρας, θες η πολυφαγία του, δεν μπόρεσε να χαρεί την παράσταση. Μόλις τακτοποιηθήκαμε σε πλεονεκτικές θέσεις και λίγο προτού ανοίξει η αυλαία, ο Θανάσης έκανε έναν μορφασμό πόνου. Ήταν γραφτό. Τον έπιασε φοβερό κόψιμο, έτρεξε στην τουαλέτα και εν συνεχεία, ιδρωμένο και μισολιπόθυμο, τον πήγε η θυγατέρα του στο σπίτι. Επέπρωτο να δω μόνη μου τους Αρχιτραγουδιστές, αφού η ταλαίπωρη η εξαδέλφη μου που ήλθε να με παραλάβει, έφτασε στο τέλος της παράστασης.

Αυτό το περιστατικό υπενθύμισα ξεκαρδισμένη στον Θανάση του συμποσίου, ενώ οι άλλοι συνδαιτυμόνες παρακολουθούσαν έντρομοι τη συμπεριφορά μου. «Τρελάθηκε», άκουσα τη μητέρα μου να λέει με ταραχή στην αδελφή της. «Το πολύ διάβασμα την πείραξε», ψέλλισε ο εξάδελφος της μητέρας μου.

«Μα τι θέλετε», φώναξα αγανακτισμένη. «Δε βλέπετε πως μιλώ με τον Θανάση; Τόση ώρα είσθε μαζί του και τρωγοπίνετε».

«Κύριε ελέησον», αναστέναξε η θεία μου. «Ο Θανάσης είναι πέντε χρόνια νεκρός. Εσύ η ίδια ήσουν στην κηδεία του. Έλα στα συγκαλά σου...».

«Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες», απάντησα θυμωμένα. «Όμως τώρα είναι ολοζώντανος μπροστά μας, μιλάμε, γελά. Δεν τον βλέπετε πως γελά! Κι είναι τόσο όμορφος με το θαλασσί του πουκάμισο».

«Βλέπεις και το πουκάμισο;», έκανε απορημένος ο αγαπημένος ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.

«Εγώ βλέπω να κάθεται ο Θανάσης και να χαμογελά με τη στραβωμάρα σας».

«Το δίκιο είναι με τους πολλούς», αποφάνθηκε ο εξάδελφος της μητέρας μου, «εμείς δε βλέπουμε τίποτα».

«Το δίκιο μπορεί να είναι μόνο του Ενός», αποκρίθηκα πεισματικά.

Η μητέρα μου έκλαιγε και είχε κοκκινίσει ολόκληρη από ταραχή. Φοβήθηκα μήπως ανέβει η πίεσή της, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Η αλήθεια ήταν πως ο Θανάσης στεκόταν ολοζώντανος απέναντί μου.

«Μπορεί να αναστήθηκε», είπα για να τους καθησυχάσω.

«Κανείς δεν ανασταίνεται», τόνισε αποφθεγματικά ο ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.

«Μετά την Ανάσταση του Χριστού όλοι μπορούμε να αναστηθούμε», απάντησα με πεποίθηση.

Ακούστηκε η φωνή της θειας μου μέσα από λυγμούς. «Την τρέλανε η θεολογία».

Όχι, δε με είχανε τρελάνει οι θεολογικές σπουδές. Έβλεπα τον Θανάση με σάρκα και οστά, κι ας ήξερα ότι είχε πεθάνει. Τον έβλεπα πεντακάθαρα, μέχρι που έκανα ένα μικρό βήμα πλαγίως. Τότε παρουσιάστηκε στα μάτια μου η άδεια καρέκλα, πάνω στην οποία υπήρχε το καπέλο του εξαδέλφου της μητέρας μου. Θεέ μου, σκέφτηκα, μήπως ήταν όραμα; Μήπως έπεσα στα δίχτυα οφθαλμαπάτης κι οι άλλοι είχαν δίκιο;

Ταράχτηκα και ξαναβημάτισα στην αρχική μου θέση. Τότε ξανάδα τον Θανάση ολοζώντανο μπροστά μου να μου χαμογελά. Μια υποψία τρύπωσε στο μυαλό μου. Πειραματίστηκα και ξανάκανα το ίδιο βήμα πλαγίως. Ξανάχανα τον Θανάση. Επανήλθα στη θέση μου και τον ξαναβρήκα. Ήμουν πλέον βέβαιη πως κάτι συνέβαινε με τη θέση των ποδιών μου πάνω στη γη. Ο Θανάσης χανόταν και εμφανιζόταν ανάλογα με τη στάση μου. Δε με ενδιέφερε τι έκαναν, τι σκέπτονταν και τι έλεγαν οι γύρω μου. Στυλώθηκα με πείσμα στον τόπο όπου σίγουρα έβλεπα τον ολοζώντανο Θανάση.

«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα. «Κάτι συμβαίνει με τη θέση των ποδιών μου στο έδαφος».

Χαμογέλασε με καλοσύνη και νόημα. «Ναι, σωστά μάντεψες. Υποψιάστηκες ένα θαυμάσιο μυστικό, που θα σου αποκαλύψω. Άκουσε... υπάρχουν σ' ολόκληρη την επιφάνεια της Γης χαραγμένες γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών. Γραμμές πολύ λεπτές. Όταν την ίδια χρονική στιγμή πατήσει στην ίδια γραμμή ένας νεκρός κι ένας ζωντανός, συναντιούνται. Γίνεται μια επικοινωνία νεκρών και ζωντανών. Όμως αυτό συμβαίνει σπανίως, γιατί πρέπει συγχρόνως να πατούν στο ίδιο σημείο της ίδιας νοητής γραμμής. Γι' αυτό όταν άλλαζες τη θέση σου, εξαφανιζόμουν».

Ήμουν συνεπαρμένη από την εξήγησή του και κοιτάζοντάς τον κατάματα ρώτησα: «Τότε μπορώ να έρχομαι σ' αυτό ακριβώς το σημείο και να συναντιόμαστε».

Ένα θλιμμένο χαμόγελο κάλυψε το πρόσωπο του Θανάση. «Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τη συνάντηση», είπε. «Η Γη γυρίζει και μαζί της γυρίζουν κι οι νοητές γραμμές. Δεν ξέρουμε τίποτα, δεν ισχύει εδώ ο νόμος των πιθανοτήτων. Η συνάντησή μας ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Εντελώς τυχαίο».

Ο ήλιος έδυε με καταπληκτικά, ολοπόρφυρα χρώματα. Είδα τον Θανάση να μου χαμογελά γλυκά, «είμαι ευχαριστημένος που αποκάλυψα το μυστικό σε σένα», μου είπε, «γιατί σε αγαπούσα, αλλά και γιατί εσύ έτυχε να πατήσεις στο ίδιο σημείο με μένα, τον νεκρό».

Αυτά είπε και χάθηκε αιφνιδίως.

Απέμεινα με τους ζωντανούς, που βλέποντας την ηρεμία μου, ησύχασαν.

Είχα καθίσει στην ίδια θέση, όπου πρωτύτερα έβλεπα τον Θανάση και, συντονισμένη πια με την υπόλοιπη συντροφιά, παρήγγειλα ένα μπιφτέκι.

«Τι είχες πάθει παιδί μου και έκανες σαν τρελό;», με ρώτησε κάποια στιγμή η μητέρα μου, κι εγώ την καθησύχασα λέγοντάς της: «Τίποτα, τίποτα. Ήταν τυχαίο».



ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ 24 - 3 – 2002)


Το κολάζ της ανάρτησης είναι έργο της συγγραφέως

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Η όραση και το Άγιον Όρος


Συγκινημένη έφτασα στην Ουρανούπολη, που τη φανταζόμουνα πάντα σαν την τελευταία πόλη της Γης και την πρώτη του ουρανού. Έτσι δεν παρατήρησα τίποτα παρά μόνο τον πύργο του Προσφορίου, που δεσπόζει στο λιμάνι. Κι αυτόν τον φαντάστηκα κατοικημένο από στοιχειά και φαντάσματα που θα σε ξεπροβοδούσαν στο ταξίδι για τον άλλο κόσμο. Ένα καραβάκι γεμάτο άντρες και καλόγερους ετοιμαζόταν για τη Δάφνη. Διχαλωτά συναισθήματα με κυρίευσαν, θλίψη για το διαχωρισμό των φύλων αλλά και χαρά για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η γυναικεία μου υπόσταση, φορτωμένη μ' όλους τους δαίμονες των αιώνων, ήταν απαράδεκτη στον ιερό χώρο. Από τις πέντε αισθήσεις μου επιτρεπόταν μόνο η όραση. Αν ήμουν τυφλή, συλλογίστηκα, δε θα 'χα κανένα στοιχείο από το περιβόλι της Παναγιάς. Δεν ήμουν πια συγκινημένη αλλά χαραγμένη από μια αλησμόνητη εντύπωση. Και μεταμορφώθηκα σ' έναν τεράστιο οφθαλμό.

Το δικό μας τουριστικό καραβάκι έπλεε σε κοντινή απόσταση κι οι παραλιακές μονές φαίνονταν ολοκάθαρα, ανάγλυφες μέσα στη διάφανη ατμόσφαιρα. Ιδού, η περιοχή της Θηβαΐδος, ο αρσανάς της Ζωγράφου, η Δοχειαρίου, καθεμιά φορτωμένη με τους θρύλους και την ιστορία της, η ποικιλμένη με τρούλους μονή Παντελεήμονος, η Δάφνη - το λιμάνι του Ιερού Όρους -, αν ήμουν άντρας θα αποβιβαζόμουν στη Δάφνη, σκέφτηκα μελαγχολικά, η Δάφνη, όμως, ξεμάκραινε με την απαλότητα σκιάς κι η θαλάσσια νηνεμία ηρέμησε το νου. Οι γλάροι του καραβιού μας αναβαπτίζονται στη θάλασσα του Άθω και γίνονται μαγικά πουλιά. Αισθάνθηκα πάλι να μετακινούμαι στο χρόνο. Το τουριστικό μας καράβι μεταμορφώθηκε σε ιερή λέμβο, παίρνοντας την ψυχή μας, την ψυχή μου για το Όρος των Μακάρων. Περνούσαμε από τη Σιμωνόπετρα. Θάμβος και δέος. Αλλόκοτη, θαυμάσια και αγέρωχη, αετοφωλιά και κρησφύγετο αγγέλων, κάστρο, μονή και πολεμίστρα, γκριζόασπρη και λιτή, ουρανογέννητη. Άξαινα άνοιξαν οι ουρανοί και στείλανε το δώρο τους, τη Σιμωνόπετρα, το αριστουργηματικό αρχιτεκτόνημα, είδωλο του ουρανίου, υλοποιημένο όραμα του Οσίου μυροβλύτη Σίμωνα, θαύμα επταώροφο καρφωμένο στο βράχο. Κοσμημένη η εξωτερική πλευρά του Όρους με πράσινους θάμνους και κίτρινους ασπάλαθους. Πώς μου φαινόταν; Ένα τεράστιο αβγό, αβγό των Ορφικών που περιέκλειε το σύμπαν και δε θα 'σπαγε ποτέ για μένα. Δυνατή η φυλακή του σώματός μου. Το ιερό βουνό δε θ' άνοιγε ποτέ για μένα, δε θα περπατούσα εντός του ν' αναπνεύσω τις μοσχοβολιές του, δε θα κυριευόμουν από την υπερκόσμια ψυχοβολή του. Τόσο κοντά η Εδέμ και συνάμα τόσους αιώνες μακριά. Η παραλιακή μονή του Οσίου Γρηγορίου βρισκόταν τώρα μπροστά μας, ενώ η κορυφή του Άθω συννεφοσκέπαστη, εγχάρακτη γραμμή ουρανού και γης, ζάλιζε τη φτωχή μου όραση. Σε μερικές της πλευρές ακόμη χιονισμένη, πολική σχεδόν στη μαγιάτικη θαλπωρή. Τα χιόνια της, μικρά ρυάκια, γυάλιζαν στην επιφάνεια, αργυρά δάκρυα του Θεού, φαντάστηκα τον νεφεληγερέτη Δία να 'χει εκεί το θρόνο του κι η μνήμη γρήγορα συμπλήρωσε τη φαντασία με την πληροφορία πως εκεί λατρευόταν ο Ζευς. Το θεϊκό στοιχείο ταυτίζεται με το κοσμογονικό. Στην κορυφή του Άθω βρίσκεται ο Θεός κι η ανάσα του γεμίζει ολόκληρο το χώρο.

Η φωνή του τιμονιέρη πληροφορούσε για τη μονή του Οσίου Διονυσίου και του Αγίου Παύλου, που θα 'ταν και το τέρμα του αλησμόνητου ταξιδιού. Ταραγμένη έτρεξα και τον ρώτησα: - Και τα Καρούλια; Δε θα δούμε τα Καρούλια; Τι να δεις απ' τα Καρούλια, βράχοι είναι, απάντησε αδιάφορα. Κι όμως, σκέφτηκα θλιμμένη, εγώ αυτούς τους βράχους τους φοβερούς γύρευα, γι' αυτούς ξετρελαινόταν ο νους μου.

Τους βράχους που οι μεγάλοι αλαφροΐσκιωτοι, οι ερημίτες, γνωρίζουν τα τεχνάσματα του δαίμονα και την καλοσύνη του Θεού, που στις τρύπες τους, φωλιές των ασκητών, παίζεται ακόμη σήμερα, κάθε στιγμή το δράμα από το στοίχημα Θεού και σατανά για την ψυχή του ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Τα φριχτά Καρούλια γύρευα να δω, τον τόπο των ψυχοπομπών αγγέλων.

Στην επιστροφή, η ιερή λέμβος ξαναγινόταν το τουριστικό μας καράβι που έπλεε στ' ανοιχτά. Μια υπερκόσμια θλίψη με παγίδευε. Ποτέ δε θα δω όσα μου αφηγήθηκαν φίλοι προσκυνητές. Θα προσδοκώ όμως νέες αφηγήσεις. Ποτέ δε θα δω το εσωτερικό του Όρους, αυτού του συμπαντικού αβγού. Θα περιορίζομαι όμως στις εικόνες των βιβλίων. Ποτέ δε θ' αντικρίσω τον ασκητή στα Καρούλια. Θα τον φαντάζομαι όμως έτσι όπως τον θέλει η Κλίμαξ του Ιωάννου του Σιναΐτη. Αυτοπαρηγοριόμουνα. Γνωστοί παιδαγωγοί ή άρνηση και η στέρηση, γονιμοποιούν αφάνταστα. Απλησίαστο λοιπόν το Άγιο Όρος, όπως και ο Θεός. Καλύτερα έτσι. Ευλογημένο το φύλο μου, που βλέπει αλλά δε γνωρίζει. Τώρα οι μονές φαίνονταν από μακριά, μισοπνιγμένες στην ηλιοφάνεια. Ένα καράβι ερχόταν από τη Δάφνη προς την Ουρανούπολη. Οι επιβάτες του ήταν μόνο άντρες και καλόγεροι. Στο λιμάνι έβλεπα τους Αγιορείτες πατέρες με το απόκοσμο βλέμμα, τους αγγελιοφόρους του αλλιώτικου κόσμου, τους μύστες του ιερού βουνού. Σε κάποια στιγμή θέλησα να τρέξω πίσω από έναν ηλικιωμένο καλόγερο και να ρωτήσω: - Πες μου γέροντα, πες μου τι βρίσκεται μες στην καρδιά του ιερού βουνού; Παραμύθι, ίσως μου απαντήσουν οι ορθολογιστές, ένα παραμύθι. Θα χαμογελούσα μ' αυτή την απάντηση, γιατί το Άγιο Όρος και το μυστικό του δεν είναι παραμύθι. Είναι μια μεγάλη παραμυθία ...


ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (ΚΥΡΙΑΚΗ 15-4-2001)

ΤΟ ΚΟΛΑΖ "Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ" ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Ελένης Λαδιά - Aφαία αφανέρωτη


Από τη συλλογή «O έτυμος λόγος»

Εκδόσεις Aρμός, Αθήνα 1998

Βριτόμαρτι, σου γράφω συνεχώς, κατάρα μου τα λόγια βγαίνουν και ξαναγυρίζουν βόλια εναντίον μου, γράφω λέξεις που σβήνουν σαν πυροτεχνήματα, γίνονται χρυσόσκονη, διαλύονται, περιίπτανται με μοναδικό σκοπό να σε αναζητήσουν. Βριτόμαρτι, αόρατη και εξαφανισμένη.

Είναι όμως το αόρατο εξαφανισμένο; Tο ξέρω, εξαφάνιση δεν υπάρχει, ούτε αόρατο, μόνο για τα δικά μας μάτια ισχύει. Πώς όμως να παρηγορηθώ, αφού με την όρασή μου βλέπω το σύμπαν ατελώς και με χίλιες ρωγμές;

Τώρα βρίσκομαι ενδεής συγγραφεύς να με σαρκάζει η ζωή, δεν δίνεται η άτιμη, δεν προσφέρεται, παίρνει μονάχα τα φτερωτά σου λόγια άχρηστα σκουπίδια για τη χωματερή ή ψεύτικο βάλσαμο για τον αλαφροΐσκιωτο.

Πώς πίστεψα Βριτόμαρτι, «γλυκειά παρθένα», πως αυτή τη φορά έφερνες εσύ τα σημάδια μιας καλής μοίρας, να γευθώ μαζί σου μια θεϊκή σχεδόν καθημερινότητα, να εξανθρωπισθούμε και οι δύο μαζί, περνώντας ο ένας μέσα από το σώμα του άλλου; Kι ύστερα έφυγες. Πού, γιατί, αόρατη, Aφαία.

Η οσμή σου διαπότισε την ατμόσφαιρα, σαν σκυλί των επιτυμβίων στηλών σ' αναζητώ. Θα ήθελα να πεθάνω κυνηγώντας σε, να λαβωθώ πάνω στα βράχια να λιώσω ψόφιο πουλί από τον ήλιο και τη θαλασσινή αλμύρα.

Γυρίζω, τριγυρίζω, ξαναγυρίζω στον τόπο της εξαφάνισής σου, γύρω μου βαρύ το καλοκαίρι, άνθρωποι, τραγούδια, οσμές και ξεφωνητά καθημερινότητας. Κάποιος Ανδρέας σερβίρει αναψυκτικά σε μισομαυρισμένους παραθεριστές, μια γυναίκα σκουπίζει τον βρεγμένο της γιό, ένα πλαστικό σωσίβιο - δελφίνι πλέει στα ρηχά και πάνω του καβαλικεμένο το αγόρι, θλιβερή μυθολογική απομίμηση. Κι εγώ μόνος, ασκητής χρόνων, ερωτικός έγινα όταν μου ψιθύρισες το αλησμόνητο ρήμα, και η αφή του σώματός σου χλιαρό, θαλάσσιο ύδωρ, κόρη αιλουροειδής, με ξετρέλλαινε. Μέσα στο κορμί σου εναπόθετα την ψυχή μου, όλα τα έκαιγα στα πυρά σου, βάσανα, δάκρυα, φιλόδοξα σχέδια δημιουργίας, αυτός ο έρωτας μου γνώριζε τον Θεό.

Τι μου απομένει; φορώ τα ψεύτικα φτερά μου προσπαθώντας να γίνω άγγελος, να ξαναβρώ τον παράδεισο μαζί σου. Και συναντώ μονάχα λόγια, λέξεις δικές μου, κοινότοπες, φθαρμένες από την ερωτική χρήση αιώνων, μη δυνάμενος να σιωπήσω. Μόνον οι άγιοι σιωπούν και αποκρίνονται με θαύματα. Όπως ο άγιος του νησιού, που χρόνια κοιμάται δίπλα στο πεύκο που φύτεψε και αγκάλιαζε με περιπάθεια στην άγρια μοναξιά του. Του ζήτησα ένα θαύμα παράδοξο γι' αυτόν, να μου χαρίσει εσένα και τον έρωτα. Αόρατη, παντού και πουθενά.

O βόστρυχός σου πιάστηκε στη σχισμή του βράχου, όταν ήμασταν μόνοι και ολόγυμνοι στη θάλασσα, κι εγώ τον ξέπλεκα φιλώντας σε από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα γλυπτά δάκτυλα των ποδιών σου. Μαζί μου μεταμορφώθηκες κόρη, έγινες χρυσαλλίδα ερωτική, χωρίς ποτέ να ξαναπείς το αρχικό σου ρήμα.

Χανόσουν στα κύματα, κι εγώ στη στεριά με το άκαμπτο κορμί αγωνιούσα, πάντα φοβισμένος μήπως και εξαφανισθείς. Και πάνω στην πιο τρελή μου αγωνία αναδυόσουν ολόγυμνη, μαυρόστιλπνη, κρατώντας δώρα της θάλασσας, κοχύλια, αστερίες και όστρακα με τα οποία συμβόλιζα τον έρωτά μας. Όταν σε περίμενα, οι στιγμές διαστέλλονταν, γίνονταν αιώνες.

Περπατώ ολομόναχος, σημειώνω ανόητα επιχειρήματα σε χαρτάκια, χλιαρά φιλοσοφικά αποφθέγματα, ανίκανος για κάθε πρωτοτυπία, κι οι λέξεις προτού εκστομισθούν χάνουν το νόημά τους, κι απομένει ένα ρήμα που διαρκώς επαναλαμβάνεται: σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, το λέω και το γράφω σα να θέλω να το εννοήσω και ο ίδιος.

Ποιός είμαι εγώ που αναζητώ, όπως ο όχλος την ευτυχία; Ένας αετός ήμουν, Βριτόμαρτι, καρφωμένος χρόνια στην ερημιά, ασκητής χωρίς πίστη, φλογισμένος από μια δύσπιστη γενναιότητα, δοσμένος σε υψηλόφρονη ουδετερότητα. Τώρα αναζητώντας σε γίνομαι ικέτης. Αφαία αόρατη.

Ξέρω πως αόρατη δεν σημαίνει απούσα. Άρα υπάρχεις.

Έρχόσουν, έφευγες, ξαναρχόσουν, δοκιμαστικά στάδια μύησης για τον τελεσίδικο αποχωρισμό με ανάγκαζαν να πεθαίνω και να ξαναγεννιέμαι.

Mου δινόσουν αιφνιδιαστικά, αβέβαιη και η ίδια για τον έρωτά σου, κι εγώ πάντα σε δεχόμουν σα να σε περίμενα εκατοντάδες έτη.

Στη βαθιά, βουβή συνουσία μας εγώ σου μιλούσα, γιατί άγιος δεν ήμουν, περίμενα όμως το θαύμα από σένα την σιωπηλή. Εσύ πυροδότησες αυτόν τον έρωτα, τον έπλασες σαν αγγείο βγαλμένο από τα χέρια αναποφάσιστου τεχνίτη.

Τι μας περίμενε; αναρωτιόμουν, φθαρμένος από το βάσανο να παγιδέψω το μέλλον. Εσύ δεν γνώριζες, δοσμένη σε μια μυστηριώδη ευσπλαχνία που θα αποφάσιζε για μας. Αυτή η αντίληψη μας διαφοροποιούσε ενώνοντάς μας συγχρόνως.

Εξαφανίστηκες στα κύματα, κάποια στιγμή δεν αναδύθηκες και πίστεψα πως είχες πνιγεί.

Θρηνούσα χωρίς δάκρυα, δοσμένος σε ασέληνες νύχτες, ώσπου το θρόισμα του ανέμου έφερε την οσμή σου.

Υπήρχες κοντά μου αόρατη αλλά παρούσα, όπως η ηχώ. Γνωρίζω πως ζης κι αυτό μου προκαλεί αναστάτωση.

Αν είχε πεθάνει Bριτόμαρτι, θα είχα θλιβερά ηρεμήσει, θα μεταμορφωνόμουν σε βράχο ή τμήμα ερήμου, θα αποκτούσαμε κι οι δυο μαζί τις ιδιότητες των ορυκτών.

Ζωντανός όμως και ορατός σε αναζητώ Aφαία, σε οσφραίνομαι και δεν σε βρίσκω. Σε αναζητούσα και στα όρη, εκεί όπου τα μονοπάτια μου ήταν γνώριμα από τους καιρούς της μοναξιάς. Εκεί εννόησα πως δεν θα σε ξαναβρώ.

O άγιος που κοιμάται κοντά στο πεύκο που φύτεψε είναι κουφός. Δεν ανταποκρίθηκε στις ικεσίες μου. Ποιά μοίρα σου όρισε να γίνεις αόρατη; Mετά από έτη αναζήτησης, λέγοντάς σου χιλιάδες λέξεις, στέλνοντάς σου μηνύματα στο άπειρο, έμαθα να αναγνωρίζω την αόρατη παρουσία σου μέσα από το ερωτικό τραγούδι, την περιπαθή πανσέληνο, τις πορφυρές παρειές του εφήβου, το βαθύ βλέμμα της ανταπόκρισης, το ερωτικό κάλεσμα του ζώου. Βριτόμαρτι με τις αναρίθμητες παρθενίες, διαρκώς αλιεύευσαι και ξεγλιστράς από τα δίχτυα, για να καταφύγεις, ανανεωμένη στα σκιερά άλση.

Σου γράφω λέξεις, εξαντλημένες από το ίδιο τους το νόημα, λόγια φτερωτά που τα πάλλει ο αέρας, σου φωνάζω ρήματα που τα παραποιεί η ηχώ και τα καταποντίζει ο θάνατος.

Πρωΐ και βράδυ ικέτης στα λείψανα του ναού σου, κυνηγημένη κι από δω, κι εγώ μόνος με το ερωτικό παράπονο στο μυαλό, επικαλούμαι: Bριτόμαρτι, Aφαία, αφανέρωτη, έλα για μια στιγμή ολοζώντανη μπροστά μου.


Aίγινα 22 Iουλίου 1993


Το κολάζ της ανάρτησης είναι έργο της Ελένης Λαδιά


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Συνέντευξη της Ελένης Λαδιά στον Λάμπρο Σκουζάκη για το ηλεκτρονικό περιοδικό "Πανδοχείο"


Στο αίθριο του Πανδοχείου, 62. Ελένη Λαδιά

Κατηγορίες: Λογοτεχνία

1. ‘Αγαπημένοι σας παλαιότεροι καί σύγχρονοι συγγραφεῖς.

Ἀπό τούς παλαιότερους ἀγάπη ἀξεπέραστη εἶναι ὁ Ντοστογιέφσκι. Μετά ἀκολουθοῦν οἱ Νίτσε, Κάφκα, Προύστ. Φυσικά δέν συμπεριλαμβάνω τούς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, τούς ὁποίους ἀγαπῶ καί διαβάζω μέ ἰδιαίτερο πάθος. Ἀπό τούς πολύ συγχρόνους μέ γοήτευσε τό βιβλίο τοῦ Πιέρ Μισσόν,” Βίοι Ἐλάσσονες.” Ἔχει ἔναν καταπληκτικό τρόπο γραφῆς. Μοῦ ἄρεσαν ἐπίσης τά “ἑκατό χρόνια μοναξιᾶς” τοῦ Μάρκες καί οἱ πρωτότυπες συλλήψεις τῶν βιβλίων τοῦ Μπόρχες.

2. Ἀγαπημένα σας παλαιότερα καί σύγχρονα βιβλία;

Πάνω ἀπό ὅλα ἀγαπῶ τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ γιά τό ζοφερό θέμα τῆς θεοδικίας. Ἀπό αὐτό τό βιβλίο ἀντλοῦνται ὅλα τά ἠθικά παράδοξα. Ὕστερα ξεχωρίζω τό “Ὑπόγειο” τοῦ Ντοστογιέφσκι, τήν ”Χαρούμενη γνώση”‘ τοῦ Νίτσε, πού σέ μαθαίνει νά ἀγαπᾶς τό πεπρωμένο σου, καί τό “Μόμπι Ντίκ, ἡ φάλαινα, τοῦ Χέρμαν Μέλβιλ. Μοναδικό τό θέμα του: νά κυνηγᾶς τόν θεό καί μαζί τόν θάνατό σου, μέ ἄλλους νόμους ὅμως, ὄχι μέ τήν λογική τῶν ἀνθρώπων ἀλλά μέ τήν αἵρεση τῆς τρέλας.

3. Ἀγαπημένα σας διηγήματα;

Μολονότι ἀγαπῶ πολύ τό διήγημα καί τό θεωρῶ τό δυσκολότερο τμῆμα τῆς πεζογραφίας, γιατί μοιάζει μέ μαθηματικό θεώρημα, θυμᾶμαι τήν ἀτμόσφαιρα καί τήν θεματολογία τῶν διηγημάτων πού διάβασα, ἀλλά δυστυχῶς ὄχι τόν τίτλο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀδυναμία τοῦ διηγήματος: νά μήν θυμᾶσαι εὔκολα τόν τίτλο. Ὡστόσο διήγημα καρφωμένο στήν μνήμη, βαθιά ἀνθρώπινο, πέρα ἀπό φυλές, θρησκεῖες καί τάξεις, εἶναι “Ἡ Πλύστρα” τοῦ Ἰσαάκ Μπάγιεβιτς Σίνγκερ, ἄλλου μεγάλου συγγραφέως. Ἐπίσης μέ μαγεύει ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν διηγημάτων τοῦ θρησκειολόγου καί λογοτέχνη Μίρτσεα Ἐλιάντε.

4. Σᾶς ἔχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος Ἕλληνας λογοτέχνης;

Ἔχουμε ὡραία σύγχρονη πεζογραφία ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι μοῦ ἄρεσε κάτι ἰδιαιτέρως. Ὅμως μέ γοήτευσαν ἀρκετά τμήματα ἀπό βιβλία πολλῶν συναδέλφων μου, ἀποσπασματικῶς θά ἔλεγα. Δυστυχῶς ὁλόκληρη ἡ λογοτεχνία, παγκόσμια καί ἑλληνική εἶναι σήμερα ἀποσπασματική. Οἱ παλαιοί συγγραφεῖς λόγω κοινωνικῶν καί ψυχολογικῶν συνθηκῶν, μποροῦσαν νά συλλάβουν τήν ἔννοια τοῦ ὅλου, νά γίνουν ὁραματιστές. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ζῶντας σέ μιά κοινωνία ταχύτητος, μεγάλης ἐξειδίκευσης καί ἐπιμερισμοῦ εἴμαστε ὄντα ἀποσπασματικά, βλέπουμε τά ἐπί μέρους κι αὐτά “ὡς δι’ ἐσόπτρου.”

5. Σᾶς ἀκολούθησε ποτέ κανένας ἀπό τούς ἥρωες τῶν βιβλίων σας; μαθαίνετε τά νέα τους;

Ναί, ἀρκετοί μέ ἀκολουθοῦν ἀλλά πιό ἐπίμονοι εἶναι ἡ ἡρωίδα τῆς ”Ἀποσπασματικῆς σχέσης” μέ τά ποικίλα ὀνόματα, πού καθένα φανερώνει καί μία πτυχή τῆς προσωπικότητάς της. Στό παρελθόν εἶχα σκεφτεῖ νά ἐντάξω ὅλα τά μυθιστορήματα πού θά ἔγραφα στόν γενικό τίτλο “Ἀποσπασματική σχέση.” Ἡ δομή θά ἦταν ἡ ἑξῆς: ἡ συγγραφεύς-ἀφηγήτρια θά ἔγραφε τά βιβλία της πρός τέρψιν τῆς ἡρωίδας της. Ὅμως τά θέματα τὼν ἑπόμενων μυθιστορημάτων ἦταν τόσο ἀνεξάρτητα καί αὐτόνομα, ὥστε παραιτήθηκα τῆς ἀρχικῆς ἰδέας. Ἐπίσης ἐπιμόνως μέ ἀκολουθεῖ καί ἡ ἡρωίδα ἑνός μεγάλου, ὁμότιτλου διηγήματος, ἡ Βαρλαάμ. Αὐτή συνεχῶς μέ διδάσκει γιά τήν σχέση ζωῆς καί τέχνης, δημιουργοῦ καί δημιουργήματος. Ἀπό τήν ἡρωίδα τῆς Ἀποσπασματικῆς σχέσης δέν ἔχω σταθερά νέα, γιατί εἶναι ἀπρόβλεπτη καί εὐέλικτη. Τήν Βαρλαάμ ὅμως τήν ἄφησα σέ ἕνα νοικιασμένο σπίτι τῆς νεότητός μου, στατική ἐκεῖ καί ἀόρατη. Καί μένει πάντα νέα, ἔχει τήν ἀλλοτινή ἡλικία τῆς συγγραφέως της.

6. Ἀγαπημένος ἤ καί ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;

Ὁ ἀνώνυμος ἥρωας τοῦ “‘Ὑπογείου” ἀπασχολεῖ διαρκῶς τήν σκέψη μου. Τόν λατρεύω, καί ἄς εἶναι νευρασθενικός, μυγιάγγιχτος, κακότροπος ἀλλά καί ἀνατρεπτικός. Μοιάζει μέ κοχύλι. Ἔχει σκληρό περίβλημα ἀλλά μαλακή ψυχή. Τό πιό σπουδαῖο εἶναι πώς τολμᾶ νά τά βάζει μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα κι ἄς νοιάζεται τόσο πολύ γι’αὐτή. Ὀ ἀφορισμός του “εἶμαι ὁ ἕνας καί εἴσαστε ἡ ὁλότητα” μέ συναρπάζει.

7.Ἔχετε γράψει σέ τόπους ἐκτός τοῦ γραφείου σας/σπιτιοῦ σας;

Ὄχι ἀκριβῶς. Σέ τόπους ἐκτός σπιτιοῦ, ὅπως σέ ξενοδοχεῖα,ταξίδια κ.α κρατῶ μόνον σημειώσεις. Ἀλλά γιά τό σοβαρό μέρος τῆς ἐργασίας θέλω τόν χῶρο μου, τόν καταδικό μου χῶρο.

8.Ποιός εἶναι ὁ προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφῆς; πῶς καί ποῦ παγιδεύετε τίς ἰδέες σας;

Πολύ ἔξυπνη ἐρώτηση: σᾶς ἀπαντῶ πώς τό πιό ἀνελεύθερο πλάσμα στόν κόσμο εἶναι ὁ συγγραφεύς. Ἔτσι νιώθω. Δέν παγιδεύω τίς ἰδέες ἀλλά παγιδεύομαι ἀπό αὐτές. Ἐγώ πιστεύω στήν πλατωνική ἀντίληψη τῆς ἔμπνευσης, ὅπως περιγράφεται στόν διάλογό του ‘Ἰων.” Ἡ ἔμπνευση εἶναι μανική, σέ κατακλύζει. Ἔτσι ὅλα αὐτά περί διδασκαλίας καί δημιουργικῆς γραφῆς δέν τά παραδέχομαι. Ὁ συγγραφεύς γεννιέται. δέν γίνεται. Ὅ,τι καί νά πάθει στήν ζωή του, θά βρεῖ τρόπο νά ἐκφρασθεῖ. Ὅπως τό κομμένο κεφάλι τοῦ Ὀρφέως πού ἐξακολουθοῦσε νά τραγουδᾶ καί μετά τόν θάνατο. Πηγή ἔμπνευσής μου εἶναι ἐπίσης καί τά ὄνειρα, γιατί στόν ὕπνο μου μοῦ δίνουν ἰδέες καί ἐναύσματα θεμάτων. Κάποτε εἶχα τήν πολυτέλεια νά ἀπομονώνω τό τηλέφωνο, τώρα δέν μπορῶ γιατί ἔχω ἀνθρώπους νά φροντίζω. Ὅταν μοῦ διακόπτουν τόν ὕπνο, μοῦ καταστρέφουν κάτι δημιουργικό.

9. Ἐργάζεσθε μέ συγκεκριμένο τρόπο; ἀκολουθεῖτε κάποια εἰδική διαδικασία ἤ τελετουργία; ἐπιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά τήν γραφή ἤ τήν ἀνάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Γιά νά ἐργασθῶ θέλω ἀπόλυτη μοναξιά. Πίνω καφέδες, δέν βλέπω τά ρολόγια καί ἔχω καθαρό τό γραφεῖο. Νεώτερη ἄκουγα πολλή μουσική κατά τήν διάρκεια τῆς συγγραφῆς ἤ τῆς ἀνάγνωσης. Τώρα ὄχι. Δέν ἀντέχω κανέναν ἐξωτερικό ἦχο, ὅσο ὑπέροχος καί νά εἶναι. Εἶμαι γεμάτη ἀπό δικές μου ἐσωτερικές φωνές. Ἔτσι κάθε θόρυβος διαταράζει τήν ψυχική μου ἰσορροπία. Μουσικές προτιμήσεις: Βάγνερ, Μάλερ, Ριχάρδο Στράους ( τό τάδε ἔφη Ζαρατούστρα) Μπροῦκνερ. Βλέπετε ὅλοι τους κοινωνοῦν ἀπό τήν ἴδια πηγή.

10. Θά μπορούσαμε νά ἔχουμε μιά μικρή παρουσίαση-εἰσαγωγή στό κάθε σας βιβλίο χωριστά ἤ γιά ὅσα κρίνετε, εἴτε ἐπιγραμματικά, εἴτε γράφοντας γιά τό πότε, πῶς, ὑπό ποιές συνθῆκες καί ποιούς πόθους συνεγράφησαν;

Τά βιβλία εἶναι πολλά καί μέ ἐπίσης πολλά θέματα, προϊόντα μιᾶς σαραντάχρονης πορείας. Γι’ αὐτό ὅμως πού μπορῶ νά πῶ εἶναι τό ψυχογραφικό μου βιογραφικό, ἄς τό χαρακτηρίσουμε ἔτσι. Πρόκειται γιά τό βιβλίο “Φρειδερῖκος καί ‘Ιωάννης.” Ὅσα περιγράφονται ἐκεῖ, τά ἔζησα σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο τότε νοικιασμένο σπιτάκι. Ἔζησα μέ τόν Νίτσε 10 ὁλόκληρα χρόνια, οἱ δυό μας πρῶτα, στήν μοναξιά καί στήν σκέψη. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἦρθε ἀργότερα, ὄχι γιά νά ἀνατρέψει τήν σχέση μου μέ τόν Φρειδερῖκο ἀλλά γιά νά τήν συμπληρώσει, νά ἀποδείξει πώς δύο ξεχωριστοί δρόμοι μπορεῖ νά ἔχουν τήν ἰδια ἀφετηρία καί τό ἴδιο τέρμα. ”Ἐπί τά ὄρη” κήρυτταν καί οἱ δύο. Ποτέ δέν θά ξεχάσω τήν μοναχική ἀλλά γόνιμη πνευματική μου ζωή. συντροφιά μέ αὐτούς τούς “ἄνδρες.”

Δέν θά λησμονήσω ἐπίσης τήν ἐποχή πού ἔγραφα τό μυθιστόρημα “Χί ὁ Λεντόμορφος.” Ὁ ἥρωάς μου, ἕνας νεαρός ζωγράφος προσπαθεῖ μέ μανία νά φτιάξει πίνακες μέ τό ἴδιο πάντα θέμα, συνομιλώντας διαρκῶς μέ τήν ἔμπνευσή του, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ἀνεξάρτητα ἀπό τή θέληση του. Ὁ Χί ὁ Λεοντόμορφος (ὀνομάσθηκε Χί ὅπως ὁ ἄγνωστος Χ στίς μαθηματικές ἐξισώσεις καί Λεοντόμορφος, διότι ἦταν ἕνας μονήρης καί συνεσταλμένος ἄνθρωπος) ἀναζητᾶ τόν Θεό προσπαθώντας νά συνδυάσει τήν πνευματική του ἐλευθερία μέ τήν ἀπόλυτη πίστη. Νοῦς ὅμως ἀνεξάρτητος ὁδηγεῖται στό δάσος καί ἐξαφανίζεται, ὅπως ἕνα ἀγρίμι. Δέν ξανάμαθα νέα του ἀλλά ἡ ἐπιθυμία του γιά τόν συνδυασμό πίστης καί ἐλευθέρας βούλησης βαραίνει ἀκόμη ἐμένα. Ἀπό τήν συγγραφή αὐτοῦ τοῦ μυθιστορήματος θυμᾶμαι τούς μοναχικές μου ἐπισκέψεις (ὁδηγώντας τό αὐτοκίνητό μου καί καπνίζοντας πάμπολλα τσιγάρα) στό Πεντελικό ὄρος τῶν Ἀμώμων, ἐκεῖ πού ἔστελνα καί τόν ἥρωά μου κουβαλώντας τον μέσα στό μυαλό μου.

Ἀκόμη μία ἐμπειρία θά πῶ (εἶναι ἀμέτρητες ἄλλωστε) γιά τήν συγγραφή τῆς νουβέλας “Ἡ Γυναίκα μέ τό πλοῖο στό κεφάλι.” Βρισκόμουν στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, τήν ὁποία θεωρῶ δεύτερη πατρίδα μου. Ὄχι, δέν εἶναι τόπος καταγωγῆς μου, ἀλλά ἄν ὑπάρχει προβίωση ἐγώ ἔζησα ἐκεῖ τόν δεύτερο ἤ τρίτο μεταχριστιανικό αἰώνα. Αὐτή ἡ πόλη ἐπιδρᾶ παράξενα ἐπάνω μου κάθε φορά πού τήν ἐπισκέπτομαι. Ἔμενα στό ξενοδοχεῖο Μετροπόλ, καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού μπῆκα στήν αἴθουσα μοῦ μύρισε ἔντονα Ἐλλάδα. Πολύ ἀργότερα ἔμαθα πώς αὐτός ὁ τόπος φιλοξενοῦσε τούς τραυματισμένους Ἕλληνες ἀξιωματούχους τῆς μάχης τοῦ Ἐλ Ἀλαμέιν καί πώς ὑπῆρξε ἀκόμη τό κτήριο, ὅπου στεγαζόταν ἡ ἑταιρεία ὕδρευσης στήν ὁποία ἐργαζόταν ὁ μέγαλος μας ποιητής Καβάφης. Τό σπίτι του βρίσκεται κοντά στό Μετροπόλ. Κάποιο ἀπόγευμα πού ἔπινα τό τσάι μου στό ἀρχοντικό σαλονάκι τοῦ ξενοδοχείου, μέ κυρίευσε μιά πρωτόγνωρη αἴσθηση. Εἶχα ξαναζήσει στό παρελθόν αὐτή τήν στιγμή, μιά στιγμή πού κυοφοροῦσε τήν αἰωνιότητα, ὅπως ἔγραφε ὁ Κίρκεγκωρ, καί ἔτσι πετοῦσα μές στούς αἰῶνες, ἄκουγα φωνές τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀλεξάνδρειας, γινόμουν ἀγόρι, κορίτσι, ἄνδρας, καί γυναίκα τέτοια ὅπως ἀπεικονίζεται σέ μωσαϊκό ἡ Ἀλεξάνδρεια μέ τό πλοῖο στό κεφάλι, γιά νά δηλώσει τήν ναυτική της ὑπεροχή. Ζοῦσα παντοῦ μέ πολλές ψυχές. Ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἀθήνα, ἄρχισα νά γράφω πυρετωδῶς καί μέσα σέ δύο μῆνες τελείωσε τό βιβλίο.

Ἡ ἐρώτησή σας αὐτή μοῦ ἄρεσε ἐξαιρετικά, διότι μοῦ ἔδωσε τήν εὐκαιρία τῶν ἀναμνήσεων, πού ὑπολανθάνουν κάτω ἀπό τήν ρηχή καθημερινότητα. Σᾶς εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως.

11. Μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου σας συνομιλεῖ μέ τήν ἀρχαιοελληνική σκέψη καί τόν ἀρχαῖο κόσμο γενικότερα. Ἀποτελεῖ συνειδητή ἐπιλογή ἤ ἀπλῶς προκύπτει ἀπό τήν ἐπιστημονική σας σκευή; Μπορεῖ αὐτός ὁ κόσμος νά ἀποτελέσει ὑλικό σύγχρονης λογοτεχνίας;

Ὑπάρχουν ξεχωριστά ἀρχαιογνωστικά βιβλία πού ἔγραψα ἀλλά καί ἀρχαιοελληνικές ἀναφορές στήν καθαρή λογοτεχνία. Φυσικά αὐτό σχετίζεται καί μέ τίς σπουδές μου (ἀρχαιολογία καί θεολογία) καί μέ τήν πολύχρονη μελέτη. Ὅταν γράφω πεζογραφία δέν μπορῶ νά διαβάσω λογοτεχνία. Οἱ ἀναγνώσεις μου ἀφοροῦν ἀρχαιοελληνικά καί θεολογικά κείμενα. Λογοτεχνία διαβάζω μόνον, ὅταν δέν γράφω. Τά ἀρχαιογνωστικά μου θέματα προκύπτουν καί αὐτά, μέ καθοδηγοῦν. Εἶναι ἡ ἴδια λειτουργία τῆς ἔμπνευσης. Φυσικά καί μπορεῖ αὐτός ὁ ἀρχαιογνωστικός τρόπος νά ἀποτελέσει ὑλικό τῆς σύγχρονης λογοτεχνίας. Ἡ λογοτεχνία εἶναι περιέχουσα ἔννοια, πέλαγος ἀπέραντο κι ἄν εἶναι καλή ὅλα τά μεταμορφώνει καί τά ἐνσωματώνει.

12. Θά μᾶς συνοδεύσετε ὥς τήν θύρα τοῦ τελευταίου σας βιβλίου;

Φυσικά. ‘Υπάρχουν δύο βιβλία μου ἕτοιμα στίς ἐκδόσεις τῆς Ἑστίας. Εἶναι γνωστό πώς αὐτός ὁ ἐκδοτικός οἶκος ἐξέδωσε τά περισσότερα ἀπό τά βιβλία μου. Εἶμαι ἀπό τό 1979 ἐκεῖ καί γιά τό ἱστορικό τοῦ θέματος ἤμουν ὁ πρῶτος νεαρός λογοτέχνης πού ἐξέλεξε ἡ κ. Μάνια Καραϊτίδη, γιά νά ἀνοίξει τήν σειρά τῆς σύγχρονηςς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Καί ἐπειδή τότε δέν μποροῦσε νά δημιουργηθεῖ σειρά, τό βιβλίο μου “Χάλκινος ὕπνος” μπῆκε στήν κλασική σειρά τῆς Ἑστίας. Τά ὑπό ἔκδοση λοιπόν βιβλία μου εἶναι ἡ συλλογή διηγημάτων “Ὁ ὀνειρόσακος” καί ἕνα ἀρχαιογνωστικό βιβλίο ἡ “Δαιμονολογία ἤ λόγοι περί δαιμόνων.” Τό βιβλίο πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἔννοια καί τήν μορφή τοῦ δαίμονος ἀπό τούς προϊστορικούς χρόνους μέχρι καί τόν ὕστερο νεοπλατωνισμό. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ ἔννοια τοῦ δαίμονος, ἡ ἐξέλιξή του καί ἡ ἀλλαγή του στόν Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἄς τήν ποῦμε πραγματεία στηρίζεται σέ ἀρχαιοελληνικά κείμενα καί πηγές, καί ὑποστηρίζεται ἀπό πλούσια βιβλιογραφία. Αὐτά εἶναι τά τελευταῖα μου βιβλία, τά ὁποῖα θά ἐκδοθοῦν ἀπό τήν Ἑστία.

13. Μεταφράσατε τήν Νέκυια, Ὁμηρικούς ὕμνους, Ὀρφικούς ὕμνους καί τίς “Σημειώσεις ἀπό τό ‘Υπόγειο” τοῦ Ντοστογιέφκι. Ἡ ἐμπειρία σας ἀπό τίς συγκεκριμένες μεταφράσεις;

Τά ἀρχαιοελληνικά κείμενα τά μετέφρασα μέ τήν σημαντικότατη συνεργασία τοῦ μακαριστοῦ ποιητῆ Δ. Π. Παπαδίτσα. Εὐτυχῶς προτοῦ ν΄ἀρχίσουμε τίς μεταφράσεις δώσαμε λόγο πώς τό ἔργο θά εἶναι κοινό, δέν θά ξεχωρίζεται, θά εἶναι δημιούργημα ἑνός διπλοῦ μυαλοῦ. Εἴπαμε ἀκόμη πώς ὁποιαδήποτε ἐμπλοκή μεταξύ μας, ἐκνευρισμός ἤ διαφωνία, δέν θά ληφθεῖ στά σοβαρά. Εὐτυχῶς γιατί πολλές φορές συγκρουσθήκαμε ἀλλά μετά γελούσαμε. Στό Ὑπόγειο μέ βοήθησε γιά τήν πιστότητα τοῦ κειμένου ἡ Ρωσίδα φιλόλογος, φίλη καί κάποτε δασκάλα μου στά Ρωσικά ἡ κ. Τατιάνα Ντίκο. Ὅλες αὐτές οἱ μεταφράσεις ἦταν χρονοφάγες μέ πολύ πόνο καί κόπο. Δέν θά τό ἐπιχειροῦσα ξανά ποτέ, σέβομαι τά ξένα κείμενα ὑπερβολικά, τρέμω γιά τυχόν λάθος κι αὐτό μέ ἐξαντλεῖ ψυχολογικά.

14. Πῶς βιοπορίζεσθε;

Κατά ἐποχές κέρδισα μερικά χρήματα ἀπό τά βιβλία μου (περισσότερο ἀπό τά ἀρχαιογνωστικά) καί τίς βραβεύσεις. Ἄν ὅμως δέν εἶχα τήν χρηματική βοήθεια καί τήν ἠθική συμπαράσταση τῶν γονέων μου, τώρα θά ἤμουν ἔξω ἀπό ἱδρύματα, ὅπου δίνουν συσσίτιο. Δέν θέλησα νά διορισθῶ ποτέ, γιατί θεωροῦσα πώς θά ἀδικοῦσα τά παιδιά στό σχολεῖο (θεωρῶ τό ἐπάγγελμα δασκάλου καί καθηγητοῦ λειτούργημα) ὅταν θά πήγαινα νά κάνω μάθημα μέ κεφάλι βαρύ καί κομμένα μάτια ἀπό τό νυκτερινό γράψιμο.

15. Ἀγαπημένο σας ἑλληνικό λογοτεχνικό περιοδικό “ἐνεργό” ἤ μή; Κάποιος λόγος γιά τόν λόγο τῆς προτίμησης;

Πᾶνε πλέον πολλά χρόνια ἀπό τότε πού ἔκλεισε τό περιοδικό πού ἀγαποῦσα, ἀγόραζα ἀνελλιπῶς καί πλούτισε τήν ἐφηβεία μου. Ἐκδότης του ἦταν ὁ λόγιος Λουκῆς Ἀκρίτας, πατέρας τῆς σεναριογράφου Ἕλενας. Ὁ τίτλος του ἦταν “Κόσμος, ἐπιστήμη καί ζωή.” Ἕνα θαυμάσιο περιοδικό ποικίλης ὕλης ἀλλά μέ κέντρο βάρους τήν λογοτεχνία. Δημοσίευε ἐπίσης σέ συνέχειες τό πιό γοητευτικό ἀρχαιογνωστικό βιβλίο. Ὀνομαζόταν “τό Ζωντανό παρελθόν” τοῦ συγγραφέως Ἴβαρ Λίσνερ. Ἔκτοτε διάβασα σπουδαῖα κείμενα σέ διάφορα περιοδικά, χωρίς νά ἔχω προτίμηση σέ κανένα.

16. Ἄν εἴχατε σήμερα τήν πρόταση νά γράψετε μία μονογραφία-παρουσίαση κάποιου προσώπου τῆς λογοτεχνίας ἤ γενικότερα ποιά θά ἐπιλέγατε;

Ἀπό τόν λογοτεχνικό χῶρο θά ἔγραφα μιά μονογραφία γιά τόν Ντοστογιέφσκι ἤ τόν Νίτσε καί ἀπό τόν γενικότερο χῶρο μιά μορφή μέ τήν ὁποία νιώθω βαθιά συγγένεια. Πρόκειται γιά τήν Περσεφόνη θυγατέρα τῆς θεᾶς Δήμητρας.

17. Παρακολουθεῖτε σύγχρονο κινηματογράφο ἤ θέατρο; Σᾶς γοήτευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Παλαιότερα πήγαινα συχνότατα, ίδίως στόν κινηματόγραφο. Τότε κάθε ταινία ἐξαιρετικοῦ σκηνοθέτη μέ βαθύτερες ἰδέες, ὅπως λόγου χάρη τοῦ Μπέργκμαν ἦταν μία μυσταγωγία. Τώρα μαζικοποιεῖται ἡ ποιότητα, τεμαχίζεται καί διανέμεται, χωρίς νά ἀφομοιώνεται. Ὁ σκηνοθέτης πού μέ γοητεύει εἶναι ὁ Ἀλαίν Ρενέ, πρῶτα μέ τήν μοναδική καί ἀξεπέραστη ταινία του ”Χιροσίμα ἀγάπη μου” καί μετά μέ ὅλα του τά ἔργα, Μυριέλ, Πέρυσι στό Μαρίεμπαντ κα. Μία θεατρική παράσταση πού θυμὰμαι ἔντονα ἦταν στό θέατρο Κούν, ὁ “Ρινόκερος” τοῦ Ἰονέσκο.

18. Γράψατε ποτέ ποίηση, κι ἄν ὄχι, γιά ποιό λόγο;

Ναί, ἔγραψα κάτω ἀπό μιά δυνατή συγκίνηση ἕνα μακρύ ποίημα μέ τόν τίτλο “‘Φάθι Ζαρατούστρα”. Κατόπιν μιά ἄλλη μικρή συλλογή μέ τόν τίτλο “‘Δισχιλιετής μονόλογος.”" Καί οἱ δύο ἦταν ἐκτός ἐμπορίου καί σέ λίγα ἀντίτυπα. Δέν ξέρω γιατί γράφτηκαν. Ἔμοιαζε σάν κάποιος νά μοῦ τά ὑπαγόρευε. Ἔχω μεγάλο σεβασμό πρός τήν ποίηση καί δεν εἶναι οἴηση νά πῶ πώς άναγνωρίζω ἀμέσως τόν καλό ποιητή.

19.Τί διαβάζετε αὐτόν τόν καιρό;

Τό βιβλίο τοῦ Λέο Πέρουτζ ὁ Μαίτρ τῆς Δευτέρας παρουσίας.

20. Τί γράφετε;

Ὅταν διαβάζω λογοτεχνία, δέν γράφω λογοτεχνία.

21. Οἱ ἐμπειρίες σας ἀπό τό διαδικτυώνεσθαι;

Συναρπαστικές, ὅπως εἶναι κι αὐτή ἡ ἠλεκτρονική “συνέντευξη.” ‘Αλήθεια εἶναι μεγάλη ἐλευθερία ἡ γραπτἠ συνέντευξη, χωρίς τό βάρος τοῦ χρόνου, τοῦ δημοσιογράφου ἤ τοῦ ἀπέναντι προσώπου. Αἰσθάνομαι πώς μές στό διαδίκτυο ἀπογειώνομαι, πετῶ τίς ἀπαντήσεις μποτίλιες στό πέλαγος, ἀνεξαρτοποιοῦμαι καί ἡ ὅλη διαδικασία εἶναι θαυμάσια γιά ἕναν ἐσωστρεφῆ καί ντροπαλό συγγραφέα, ὅπως ἐγώ, κι ἄς ἔχω μακριά πορεία στά ἑλληνικά γράμματα.

22. Ἄν κάποιος σᾶς χάριζε τήν αἰώνια νεότη μέ ἀντίτιμο τήν ἀπώλεια τῆς συγγραφικῆς ἰδιότητας, θά δεχόσασταν αὐτή τήν συναλλαγή;

Ὁ κάποιος ἄς κρατοῦσε τήν αἰώνια νεότητα γιά τόν ἑαυτό του. Γιά τίποτε στόν κόσμο δέν θά ἤθελα νά χάσω τήν συγγραφική μου ἰδιότητα, ὅποια κι ἄν εἶναι. Μέ ὅλους τούς κόπους, τά βάσανα, τίς ἀγρύπνιες, τίς ἀνασφάλειες, μέ ὅλα τά ἄσχημα ἤ τά καλά, σέ ὅλες τίς ζωές θά ἤθελα πάλι νά εἶμαι συγγραφεύς. Πιστεύω πώς γεννήθηκα συγγραφεύς.

Ἑλένη Λαδιᾶ Ὀκτώβριος 2011

Πηγή: Πανδοχείο

Η Συνέντευξη στο Αίθριο του Πανδοχείου

Η συνέντευξη της συγγραφέως δόθηκε στον Λάμπρο Σκουζάκη


ΥΓ... Ευχαριστώ τον Λάμπρο Σκουζάκη για την ευγενική του αναφορά στο "Πανδοχείο" στις "Σελίδες για την Ελένη Λαδιά"

Ελένη Λιντζαροπούλου


Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ με την συγγραφέα ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ

Η Ελένη Λαδιά, την οποία γνωρίζουμε από τα βιβλία της, επεκτείνει την δημιουργική της γραφή και στην εικόνα με την δημιουργία έργων κολάζ που θα παρουσιάσει αυτές τις μέρες στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011 μπορείτε να την συναντήσετε, να πάρετε υπογραφές στα βιβλία της και να απολαύσετε το περιβάλλον του βιβλιοπωλείου με τις εμπνευσμένες κατασκευές, από τις 12 το μεσημέρι στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας (Σόλωνος 60, τηλ.: 210 3615 077).

Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις. Έχει τιμηθεί με το Β΄Κρατικό βραβείο (1981) για την συλλογή Χάλκινος ύπνος, με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1999) για την Ωρογραφία και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για την νουβέλα Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι.

Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβένικα, τα γαλλικά και τα αγγλικά, το μυθιστόρημά της Χι ο Λεοντόμορφος στα σερβικά, Η Χάρις και Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι στα ρουμανικά. Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορούν ακόμη τα βιβλία: Φυσιογνωμίες τόπων, Ποταμίσιοι έρωτες, Φρειδερίκος και Ιωάννης, Θεών και ανθρώπων συναντήσεις, Ταραντούλα και Ο μαύρος Ερμής.