Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Ελένη Λαδιά: Η Φανώ

Ἑ­λέ­νη Λα­διᾶ

Ἡ Φα­νώ

ΠΟ ΠΟΛΥ μι­κρὴ ἡ Φα­νὼ ἀ­γα­ποῦ­σε τὴν μου­σι­κὴ καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς ξε­χνι­ό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο τῆς αὐ­λῆς, ἀ­κού­γον­τας ἤ­χους στὴν φαν­τα­σί­α της, ποὺ κα­μιὰ φο­ρὰ γί­νον­ταν τρα­γού­δι μὲ λέ­ξεις δι­κές της. Στὰ ἕν­δε­κά της ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α της νὰ πά­ρει μα­θή­μα­τα πιά­νου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Ἡ δα­σκά­λα τῆς μου­σι­κῆς ἔ­με­νε μα­κριά, κά­που στὸ τέρ­μα τοῦ Δή­μου, σ’ ἕ­ναν δρό­μο ἀ­νη­φο­ρι­κό, καὶ ἦ­ταν πα­ρά­ξε­νη. Ὅ­ταν τῆς ἔ­κα­νε μά­θη­μα πιά­νου, ὁ ἦ­χος δὲν ἀ­κου­γό­ταν. Ἡ μι­κρὴ Φα­νὼ ἦ­ταν πο­λὺ ντρο­πα­λὴ γιὰ νὰ ρω­τή­σει τὴν αἰ­τί­α. Ἀ­πὸ χα­ρα­κτή­ρα καὶ ἀ­γω­γὴ δὲν ζη­τοῦ­σε οὔ­τε ρω­τοῦ­σε τί­πο­τε. Ἡ δα­σκά­λα τοῦ πιά­νου τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψε κά­ποι­α φο­ρὰ πὼς ἦ­ταν τὸ «κρυ­φό της μά­θη­μα». Καὶ μο­λο­νό­τι με­γά­λη κο­πέ­λα εἴ­κο­σι χρο­νῶ ἐ­κμυ­στη­ρεύ­τη­κε στὴν μι­κρὴ πὼς ἦ­ταν ἐ­ρω­τευ­μέ­νη μὲ ἕ­ναν φαν­τά­ρο καὶ τοῦ ἔ­στελ­νε κρυ­φὰ ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς της τὰ δί­δα­κτρα τῆς Φα­νῶς. Τὸ κο­ρι­τσά­κι κα­τα­κοκ­κί­νη­σε καὶ δὲν δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε. Μά­λι­στα στὸ βά­θος τῆς καρ­διᾶς της λυ­πή­θη­κε τὴν δα­σκά­λα. Ἔ­τσι προ­σπα­θοῦ­σε νὰ φαν­τα­σθεῖ τοὺς ἤ­χους τῶν πλή­κτρων καὶ δι­ά­βα­ζε μὲ φι­λο­τι­μί­α τὴν θε­ω­ρί­α καὶ τὸν ὁ­ρι­σμὸ τῆς ἁρ­μο­νί­ας. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί της τὸ τε­τρά­διο μὲ τὴν μου­σι­κὴ ὕ­λη καὶ ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ε ἀ­κό­μη καὶ στὸ φτω­χι­κὸ σπί­τι τῆς φί­λης της. Ὁ γά­τος ὁ Μι­σο­κο­λά­κης ποὺ κοι­μό­ταν μα­ζὶ μὲ τὴν Ἄν­να, τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­δελ­φὴ τῆς Γι­ωρ­γί­τσας, γουρ­γού­ρι­ζε στὸ χα­λά­κι τοῦ πα­τώ­μα­τος κον­τὰ στὴν γκα­ζι­έ­ρα ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια γιὰ τὴν πα­ρα­σκευ­ὴ φα­γη­τοῦ καὶ γιὰ θέρ­μαν­ση. Ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πὸ τὰ φτω­χὰ σπί­τια τοῦ 1955 στὴν πρό­σο­ψη μιᾶς ὁ­ρι­ζόν­τιας κα­τα­σκευ­ῆς μὲ πολ­λὰ δω­μα­τιά­κια ἔν­θεν καὶ ἔν­θεν τῆς μα­κρό­στε­νης αὐ­λῆς καὶ μὲ κοι­νὸ καμ­πι­νέ. Ὅ­μως ἡ Φα­νὼ ἄ­φη­νε τὴν ὡ­ραί­α της μο­νο­κα­τοι­κί­α μὲ τὸν με­γά­λο κῆ­πο καὶ τρύ­πω­νε στὸ σπι­τά­κι, λὲς καὶ τὴν τρα­βοῦ­σε ἡ δυ­στυ­χί­α σὰν μέ­λι, πή­γαι­νε ἐ­κεῖ ἀ­κό­μη καὶ κρυ­φὰ ἀ­πὸ τὴν μη­τέ­ρα της ποὺ τὴν κα­τα­λά­βαι­νε ἀ­πὸ τὴν μυ­ρω­διὰ τῶν ρού­χων. «Βρω­μο­κο­πᾶς πε­τρέ­λαι­ο βρὲ παι­δά­κι, πε­τρέ­λαι­ο καὶ μού­χλα. Πὲς στὴν Γι­ωρ­γί­τσα νὰ παί­ζε­τε ἐ­δῶ.»

Ἡ Φα­νὼ ὅ­μως ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κού­ει τὶς πα­ρά­λο­γα γο­η­τευ­τι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες τῆς μυ­θο­μα­νοῦς Ἄν­νας, νὰ χα­ϊ­δεύ­ει τὸν Μι­χα­λά­κη (­αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ἀ­λη­θι­νὸ ὄ­νο­μα τοῦ γά­του, ἀλ­λὰ γιὰ ἀ­νε­ξή­γη­τους λό­γους ἡ Ἄν­να τὸν φώ­να­ζε Μι­σο­κο­λά­κη) καὶ νὰ βλέ­πει τὴν κυ­ρί­α Ὄλ­γα, μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ξε­πε­σμέ­νης ἀρ­χόν­τισ­σας.

Ὁ ὁ­ρι­σμὸς τῆς ἁρ­μο­νί­ας τὴν ζά­λι­ζε, ἦ­ταν τό­σο θε­ω­ρη­τι­κὸς κι ἀ­ταί­ρια­στος ἐ­κεῖ μὲς στὰ γα­τί­σια νια­ου­ρί­σμα­τα καὶ τὴν ἔν­το­νη μυ­ρω­διὰ τῆς γκα­ζι­έ­ρας.

Τί νὰ ἦ­ταν ἡ ἁρ­μο­νί­α; Ποι­οί ἦ­χοι τὴν συ­νέ­θε­ταν; Δὲν γι­νό­ταν νὰ συ­νε­χί­σει μὲ τέ­τοι­α μα­θή­μα­τα πιά­νου. Σχε­δὸν με­λέ­τη­σε τὴν μι­σὴ μέ­θο­δο Beyer, ἔ­μα­θε νὰ ψι­θυ­ρί­ζει τὶς νό­τες ντὸ μὶ σὸλ λὰ λὰ σὸλ ντὸ ρὲ ντὸ ρὲ μὶ ρέ… ἀλ­λὰ ἦ­χο δὲν ἄ­κου­γε. Ἔ­φυ­γε ξαφ­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ μά­θη­μα καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς της ἕ­να πιά­νο. Ἕ­να πιά­νο δι­κό της, νὰ παί­ζει δυ­να­τά, νὰ μὴν τῆς κα­τε­βά­ζουν τὴν σουρ­ντί­να ποὺ ἔ­πνι­γε τὸν ἦ­χο. Δὲν τῆς ἀ­γό­ρα­σαν πιά­νο, δὲν ἤ­ξε­ραν οἱ ἄν­θρω­ποι τὴν ἀ­ξί­α του καὶ τὸ θε­ώ­ρη­σαν παι­δι­κὸ κα­πρί­σιο.

Τό­τε ἡ Φα­νὼ κι­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α σκέ­φτη­κε νὰ φτιά­ξει ἕ­να δι­κό της πιά­νο. Πῆ­γε στὸ μι­κρό­τε­ρο ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, ζω­γρά­φι­σε πά­νω του πλῆ­κτρα ἀ­κρι­βῶς στὴν θέ­ση καὶ στὸ σχῆ­μα τῶν ἀ­λη­θι­νῶν, κι ἄρ­χι­σε νὰ παί­ζει ὅ­πως εἶ­χε μά­θει. Δί­χως νὰ ἀ­κού­γε­ται ὁ ἦ­χος, δί­χως νὰ γνω­ρί­ζει τὴν ἁρ­μο­νί­α. Μό­νον τὴν φαν­τα­ζό­ταν, ὅ­πως τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα θέ­μα­τα αὐ­τoῦ τοῦ κό­σμου…


13 Ἀ­πρι­λί­ου 2010


Πρώτη δημοσίευση: Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι